ζαμία

ζαμία
(zamia). Γένος φυτών της οικογένειας των κικαδοειδών που περιλαμβάνει 30 είδη των τροπικών χωρών της Αμερικής. Το γνωστότερο είδος είναι η ζ. η ακεραιόφυλλη, που ευδοκιμεί στην Τζαμάικα. Από τον κορμό μερικών ειδών ζ. παράγεται άμυλο, που χρησιμοποιείται στην παρασκευή δυναμωτικής τροφής για ασθενείς.
* * *
ζαμία, ἡ (Α)
αιολ. και δωρ. τ. τού ζημία*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζαμία — ζᾱμίᾱ , ζημία loss fem nom/voc/acc dual ζᾱμίᾱ , ζημία loss fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαμίᾳ — ζᾱμίαι , ζημία loss fem nom/voc pl ζᾱμίᾱͅ , ζημία loss fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζημιά — (Νομ.). Κάθε μείωση στην περιουσία ή προσβολή σε άυλα αγαθά (ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία, τιμή κλπ.) που μπορεί να υποστεί ένα άτομο. Η ζ. μπορεί να είναι άμεση συνέπεια ενός γεγονότος, αλλά μπορεί να είναι και έμμεση, δηλαδή ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • μακροζαμία — η βοτ. γένος γυμνόσπερμων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κικαδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macrozamia < macro (< μακρο *) + zamia (< ζαμία, δωρ. τ. τού ζημία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”