ζαμία — ζᾱμίᾱ , ζημία loss fem nom/voc/acc dual ζᾱμίᾱ , ζημία loss fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαμίᾳ — ζᾱμίαι , ζημία loss fem nom/voc pl ζᾱμίᾱͅ , ζημία loss fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημιά — (Νομ.). Κάθε μείωση στην περιουσία ή προσβολή σε άυλα αγαθά (ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία, τιμή κλπ.) που μπορεί να υποστεί ένα άτομο. Η ζ. μπορεί να είναι άμεση συνέπεια ενός γεγονότος, αλλά μπορεί να είναι και έμμεση, δηλαδή ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
μακροζαμία — η βοτ. γένος γυμνόσπερμων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κικαδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macrozamia < macro (< μακρο *) + zamia (< ζαμία, δωρ. τ. τού ζημία)] … Dictionary of Greek